- εικονογράφημα
- το, -ατοςεικονογραφία, εικόνα, ζωγραφιά: Παιδικό βιβλίο με εικονογραφήματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εικονογράφημα — το (Μ εἰκονογράφημα) 1. το δημιούργημα τού εικονογράφου 2. ζωγραφιά σε έντυπο μσν. εικόνα, εικόνισμα … Dictionary of Greek
γραφή — Τεχνική που επινοήθηκε από τον άνθρωπο για να επικοινωνεί με τους άλλους και συνίσταται στην ορατή και σχετικά διαρκή αποτύπωση είτε του περιεχομένου, είτε, στις πιο εξελιγμένες φάσεις, της ίδιας της μορφής των γλωσσικών σημείων. Η πρώτη γ. ήταν… … Dictionary of Greek